Κ.ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
Η απαισιοδοξία, η υποβολή και ο ελεγειακός τόνος
Ο Κ. Γ. Καρυωτάκης και υπόλοιποι ποιητές της γενιάς του 1920 εκφράζουν μια
νέα αισθητική, στρέφονται προς την εσωτερικότητα τους, τονίζουν την αίσθηση της
ανίας και την ανάγκη φυγής. Ο μελαγχολικός τόνος της ποίησης τους είναι και ο
απόηχος των ιστορικών γεγονότων στην ψυχοσύνθεση των ανθρώπων της εποχής.
Αιωρούνται ανάμεσα στη γη και στο όνειρο, στην ύπαρξη και την ανυπαρξία.
Ο Κ. Γ. Καρυωτάκης είναι μια χαμηλή φωνή μοναδικής ευαισθησίας. Στην ποίηση
του η κυριαρχεί το αίσθημα του αδιεξόδου, της φθοράς, ο ελεγειακός τόνος, η
μουσικότητα, η συνεχής παρουσία ενός ασαφούς και ανίατου τραύματος και η
αδυναμία επικοινωνίας με την κοινωνική πραγματικότητα. Τον Κ. Γ. Καρυωτάκη και
τους υπόλοιπους νεοσυμβολστές, τους δυσαρεστούν οι
κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, αλλά δεν εκφράζουν κάποια μορφή αντίστασης προς
αυτές. Σε αντίθεση με τους σύγχρονούς τους Άγγελο Σικελιανό, Κώστα Βάρναλη και
Νίκο Καζαντζάκη, οι οποίοι μέσω της τέχνης τους εκφράζουν ένα νέο όραμα,
οι νεοσυμβολιστές είναι απαλλαγμένοι από ιδανικά και
ψευδαισθήσεις αλλαγής.
Επηρεασμένος από τον γαλλικό συμβολισμό, αξιοποιεί την τεχνική της
υποβολής. Επιδιώκει την ηθελημένη ασάφεια, καθώς δεν τον απασχολεί να δώσει ένα
ξεκάθαρο νόημα και εργάζεται για την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα».
Ακόμη, στην ποίηση του κυριαρχούν τα σύμβολα και τα μοτίβα του χαμένου ονείρου
και του χρόνου.
Τέλος, τα ποιήματά του διακρίνονται από μετρική αρτιότητα. Χρησιμοποιεί τις
περισσότερες φορές την ομοιοκαταληξία. Δουλεύει πάρα πολύ τον στίχο του και
προσπαθεί να συνδυάσει περιεχόμενο και μορφή. Δεν ανανέωσε τον ποιητικό στίχο
αλλά εξέφρασε την πίεση και το αδιέξοδο που είχε προκαλέσει η παραδοσιακή
φόρμα. Βασικό χαρακτηριστικό της γενιάς του 1920 είναι η
ανανεωτική τους τάση και η ρήξη τους με τις παραδοσιακές μορφές.
Ο νεοαστικός
ρεαλισμός, η ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος και η σάτιρα
Με τόνους αβρούς εκφράζει την κοινωνική αμφισβήτηση και την υπαρξιακή
αγωνία. Ο ρεαλισμός και συγκεκριμένα ο νεοαστικός ρεαλισµός, όπως
αναφέρει ο κριτικός και ομότεχνος του Τέλλος Άγρας, διέπει το έργο του Κ. Γ.
Καρυωτάκη. Η συνηθέστερη πλευρά του νεοαστικού ρεαλισµού στο έργο του είναι η
ιεραρχία, η υπαλληλία, το γραφείο και η γραφειοκρατία.
[… Και μοναχά η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους,
το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.
Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι, οι καημένοι. ]
Δημόσιοι υπάλληλοι, Ελεγεία και Σάτιρες, 1927
Τα ποιήματα ποιητικής κατέχουν μεγάλο μέρος του έργου του. Δεν είναι λίγες
οι φορές που προσπαθεί να αναζητήσει και να δοκιμάσει και όρια και τις
δυνατότητες του ποιητικού λόγου. Οι υπόλοιποι νεοσυμβολιστές ή νεορομαντικοί τις
περισσότερες φορές χρησιμοποιούν τον ποιητικό λόγο ως μέσω επικοινωνίας με την
κοινωνική πραγματικότητα. Ο Κ. Γ. Καρυωτάκης περνάει στον αντίποδα. Απαξιώνει
και σαρκάζει οτιδήποτε μπορεί να φέρει την ανακούφιση, ακόμη και την ίδια την
ποίηση. Η ποιητική διαδικασία είναι για αυτόν ατελέσφορη. Ο ποιητικός λόγος
είναι ανολοκλήρωτος, ακυρωμένος και ανίκανος να εκφράσει τα συναισθήματα του
ποιητικού υποκειμένου. Επισημαίνει την αδυναμία της ποίησης να αποτρέψει τη
συγκρουσιακή και τελικά αδιέξοδη σχέση με την πραγματικότητα. Η τέχνη της
ποίησης, πλέον, είναι «τὸ καταφύγιο ποὺ φθονοῦμε». Επιπλέον,
χλευάζει τις υπερβατικές ιδιότητες της ποίησης και του ποιητή.
Η τεχνική της ειρωνείας, του σαρκασμού και του αυτοσαρκασμού βοηθούν τον
ποιητή να εκφράζει την απογοήτευση και να προβάλλει τη κοινωνική διαμαρτυρία.
Αυτές οι τεχνικές κυριαρχούν στην τελευταία του ποιητική συλλογή Ελεγεία
και Σάτιρες. Όσα έχει θρηνήσει στο παρελθόν θα γίνουν τώρα αντικείμενο
σαρκασμού, καθώς δεν μπορεί να βρεθεί καμία παρηγορία για τον ποιητή. Ο θάνατος
καθίσταται επιθυμητός παρά τον φόβο που προκαλεί ορισμένες φορές. Σε πολλά
ποιήματα θεματοποιείται ο θάνατος και η αυτοχειρία. Χαρακτηριστικά είναι τα
ποιήματα Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο, Ιδανικοί
Αυτόχειρες και Δικαίωσις.
Η πρόσληψη του έργου
του και ο καρυωτατακισμός
Ο Κ. Γ. Καρυωτάκης δημιούργησε ένα ολόκληρο κλίμα μιμητών και επηρέασε όσο
ελάχιστοι την φυσιογνωμία της μοντέρνας ποίησης. Η διαδρομή πρόσληψης του έργου
του παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Αρχικά, ο καρυωτακισμός ορίστηκε
ως στάσιμη και αρνητική μίμηση του έργου του, μίμηση που πήρε διαστάσεις μόδας
για σχεδόν μια εφταετία μετά την αυτοκτονία του. Ο ποιητής αναγνωριζόταν ως ιδανικός
εκπρόσωπος αυτής της χαμένης γενιάς.
Ο Φώτης Πολίτης με άρθρα του στην εφημερίδα Πολιτεία κατηγορούσε
τη νέα γενιά ποιητών για άκρατο ατομικισμό και παρακμή. Η απαισιοδοξία και η
παραίτηση του Κ. Γ. Καρυωτάκη βρέθηκε στο στόχαστρο της ηγετικές γενιάς του
1930. Αιχμηρές είναι οι κριτικές του Ανδρέα Καραντώνη, Βάσου Βαρίκα, Κ. Θ.
Δημαρά, Γιώργου Θεοτοκά, Δημήτρη Νικολαρεϊζη, Βασίλη Ρώτα και Μάρκου Αυγέρη.
Βέβαια, δεν στρέφονται πάντα εναντίον του Κ. Γ. Καρυωτάκη αλλά της απαισιόδοξης
ρητορικής του. Ειδικότερα, ο Ανδρέας Καραντώνης πιστεύει ότι το έργο του δεν
επιδρά αρνητικά ως ποιητική αλλά ως στάση ζωής.
Αντίθετος με το αντικαρυωτακικό κλίμα έρχεται ο Γιάννης Ρίτσος. Η
ποίηση του Γιάννη Ρίτσου εμφανίζει πλήθος καρυωτακικών στοιχείων και μοτίβων,
ιδιαίτερα στις πρώτες ποιητικές συλλογές Τρακτέρ και Πυραμίδες. Ο
ποιητής της Ρωμιοσύνης αντικρούοντας την απόρριψη του ποιητή από
συντηρητικούς κριτικούς και λογοτέχνες της εποχής, το 1938 δηλώνει στο Ελεύθερο
Βήμα :
Κάποιες βραδινές ώρες, που η πικρία και η μοναξιά δεσπόζουν στην ψυχή μας,
τα Ελεγεία και Σάτιρες μας περιμένουν κάτω από την αρχαία λάμπα. Τέτοιες
στιγμές δε θα λείψουν ποτέ απ’ τη ζωή μας. Μαζί μ’ αυτές θα ζει για πάντα κι ο
Καρυωτάκης.
Η όψιμη αναγνώριση
του ποιητή της παρακμής
Η γενιά του 1960 ή η αποκαλούμενη από τον Βύρωνα Λεοντάρη γενιά της
ήττας, ένιωσε να εκφράζεται από τους αδικημένους της γενιάς του 1920.
Οι επιδράσεις του αυτόχειρα ποιητή εντοπίζονται στον Τίτο Πατρίκιο, στον Μανώλη
Αναγνωστάκη και ακόμη περισσότερο στον Άρη Αλεξάνδρου. Η δεκαετία του 1960
αποδεικνύεται αποφασιστική για την όψιμη αναγνώριση του ποιητή. Την δεκαετία
αυτή ο Γ. Π. Σαββίδης εκδίδει την δίτομη φροντισμένη έκδοση του
καρυωτακικού έργου. Οι υπερρεαλιστές Ανδρέας Εμπειρίκος και Νίκος Εγγονόπουλος
θα μιλήσουν θετικά για τον ποιητή και θα τον εντάξουν στο γενεαλογικό τους
δέντρο.
Το 1984 ο Μίκης Θοδωράκης, έχοντας μελοποιήσει ήδη τους νομπελίστες ποιητές
Γιώργο Σεφέρη και Οδυσσέα Ελύτη, εργάζεται με τη χαμηλόφωνη φωνή του Κ. Γ.
Καρυωτάκη. Τον δίσκο ερμηνεύει ο Βασίλης Παπκωνσταντίνου. Η μελοποίηση των
ποιημάτων από τον Μίκη Θοδωράκη βοήθησε με τη σειρά της στην αναγνώριση του Κ.
Γ. Καρυωτάκη ως ποιητή μεγάλης δυναμικής.
Το 1990 ο Μανώλης Αναγνωστάκης εκδίδει την προσωπική ανθολογία Η
Χαμηλή Φωνή: τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς. Στο
τελευταίο αυτό εκδοτικό εγχείρημα ο Αναγνωστάκης ανθολογεί ποιητές της χαμηλής
φωνής, ανάμεσα στους οποίους ανήκουν πολλοί ποιητές του 1920 και
φυσικά ο Κ. Γ. Καρυωτάκης. Η χειρονομία του Μανώλη Αναγνωστάκη για την ανάδειξη
της ελάσσονος ποίησης είναι ενδεικτική της στάσης της πρώτης
μεταπολεμικής γενιάς προς τον Κ. Γ. Καρυωτάκη.
Οι μελετητές παρατήρησαν ότι η το καρυωτακικό διακείμενο συνεχίζει να
εντοπίζεται και στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. O Ευριπίδης
Γαραντούδης κάνει λόγο για «νεοκαρυωτακισμό» και αναφέρει ότι
ο Κ. Γ. Καρυωτάκης είναι «ο μοναδικός Έλληνας ποιητής του οποίου
όχι τόσο το ποιητικό έργο όσο η μυθοποιημένη μορφή αποτέλεσε για τη γενιά του
1970 πόλο έλξης και σημείο ρητής αναφοράς». Αυτή τη φορά, λοιπόν, οι
επιδράσεις του στη γενιά της αμφισβήτησης προέρχονται από τη
μυθοποιημένη μορφή του και την παγίωση του ως σύμβολο της κοινωνικής
διαμαρτυρίας και του ποιητικού αδιεξόδου.