ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Υπάρχει αστυνομική λογοτεχνία στην Ελλάδα;

Την αστυνομική λογοτεχνία τη λατρεύω, αλλά υπάρχει στην Ελλάδα; Δεν αναφέρομαι σε ιστορίες με αστυνομική πλοκή ή θέμα, που όμως είναι παράλληλα και κάτι άλλο. Μιλάω για καθαρόαιμα αστυνομικά μυθιστορήματα.
Ως αναγνώστης έχω καταναλώσει απίθανες ποσότητες του αγγλοσαξονικού «crime» ή «detective fiction». Και μερικούς αστυνομικούς συγγραφείς τούς έχω κυριολεκτικά στο εικονοστάσι μου. Από τους κλασικούς πια, Ρέιμοντ Τσάντλερ και Τζέιμς Μ. Κέιν, τον οποίο στην Ελλάδα γνωρίζουμε κυρίως μέσα από τις κινηματογραφικές εκδοχές τού «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές». Μέχρι τον ζωντανό ακόμα, εξίσου πολυδιασκευασμένο για την οθόνη και επίσης μισοάγνωστο σ' εμάς, Ελμορ Λίοναρντ, ή τον ελληνικής καταγωγής Τζορτζ Πελεκάνος.
Μπορεί να γραφτεί σπουδαία αστυνομική λογοτεχνία σε μια άκρη της περιφέρειας; Ή μήπως πρέπει να προέρχεσαι από τη μητρόπολη για να στεφθούν οι απόπειρές σου σ' ένα λαϊκό αφηγηματικό είδος με επιτυχία; Μήπως αλλιώς είναι αδύνατον να φτάσεις βαθιά και να φέρεις στο φως κρυφές όψεις της πραγματικότητας;
Η ντόπια αγορά βιβλίου, πάντως, παρουσιάζει ιδιαιτερότητες σε σχέση με τις ισχυρές ξένες. Στην αμερικανική, φέρ' ειπείν, τα λαϊκά λογοτεχνικά είδη, από το αστυνομικό έως τις αφηγήσεις τρόμου, και από την επιστημονική φαντασία έως το ιστορικό μυθιστόρημα, ανθούν σε τέτοιο βαθμό ώστε να έχουν δημιουργήσει αυτόνομες επικράτειες. Αλλά σε μικρές αγορές σαν τη δική μας, πολλά είδη απουσιάζουν εντελώς, και τελικά εδώ μεγαλύτερη σημασία έχει ο συγγραφέας παρά το είδος.
Για να μη θεωρητικολογώ μόνο. Ο Γιάννης Μαρής δεν εκπροσωπεί την αστυνομική λογοτεχνία στην προδικτατορική Ελλάδα, αλλά ήταν ένας λαϊκός συγγραφέας μας που του άρεσαν ανάλογες ιστορίες. Και αυτό δεν είναι καθόλου το ίδιο. Κατ' αρχάς, η σύγκριση με επιφανείς ξένους συγγραφείς αστυνομικών θα απέβαινε γι' αυτόν μοιραία. Και εν τέλει, από την εποχή εκείνη δεν θυμόμαστε και κανέναν άλλον συμπατριώτη μας συγγραφέα με παρόμοιο λογοτεχνικό γούστο.
Φτάνουμε στις μέρες μας, όπου δημοσιογράφοι και εκδοτικός χώρος καταβάλλουν φιλότιμες προσπάθειες για να αποδείξουν το αντίθετο. Και αρνούνται να παραδεχτούν ότι ντόπια αστυνομική λογοτεχνική σκηνή κατ' ουσίαν δεν υφίσταται. Ο Ανδρέας Αποστολίδης ή ο Φίλιππος Φιλίππου, επί παραδείγματι, που υπηρετούν το είδος με συνέπεια αρκετά χρόνια τώρα, μέχρι τους πιο φρέσκους, από τον Σέργιο Γκάκα έως τον Δημήτρη Μαμαλούκα, παραμένουν άγνωστοι στο ευρύ κοινό. Ενώ, για ένα λαϊκό αφηγηματικό είδος, η πλατιά απήχηση αποτελεί καταστατική συνθήκη.
Κάτι ανάλογο ίσχυε μέχρι προ τινος και για τον Πέτρο Μάρκαρη, τα πρώτα βιβλία του οποίου πέρασαν απαρατήρητα από τους ντόπιους αναγνώστες. Κι αν δεν μαθαίναμε την επιτυχία του στη Γερμανία, ίσως να μην τον είχαμε πάρει ακόμα είδηση. Θα πουλούσαν άραγε κι άλλοι δικοί μας εδώ, αν τους ανακάλυπταν κι εκείνους στο εξωτερικό; Νομίζω, ναι, αλλά ποιος μας λέει ότι θα τους ανακαλύψουν;
Ο Μάρκαρης διαθέτει ένα αναντίρρητο προσόν. Εχοντας γεννηθεί και περάσει την εφηβεία του στην Κωνσταντινούπολη, είναι εφοδιασμένος με μια αποστασιοποιημένη ματιά, που του επιτρέπει να συνοψίζει ευρύτερες περιοχές της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Πράγμα πολύτιμο για έναν κεντροευρωπαίο αναγνώστη, που αναζητά πραγματολογικό υλικό ακόμα και σε μια αστυνομική ιστορία.
Στον Μάρκαρη θα μπορούσε να προσάψει κανείς ότι αντλεί εν πολλοίς το υλικό του από δημοσιογραφικές πηγές. Ή ότι τα κοινωνικοπολιτικά του σχόλια δεν διαφέρουν ουσιαστικά απ' αυτά των καθημερινών μας εφημερίδων. Ωστόσο, μόνο εύκολο δεν είναι να ζωντανέψεις έναν αστυνόμο-πρωταγωνιστή όπως ο Χαρίτος. Η επιτυχία του δικού του Σέρλοκ Χολμς, Πουαρό, Μεγκρέ, Φίλιπ Μάρλοου, Ρέμπους ή Μπέκα, έγκειται στο πώς ο συγγραφέας ενσωμάτωσε στον ήρωά του την εξωελλαδική ματιά του ομογενή.
Συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών υπάρχουν φυσικά και στην Ελλάδα, άλλο όμως σκηνή κι άλλο μεμονωμένες περιπτώσεις. Πολύ φοβάμαι ότι εδώ το είδος δεν θα ευδοκιμήσει ποτέ. Ας πούμε, για λόγους ανωτέρας βίας (λέγε με, Ιστορία). Ή αλλιώς, επειδή στην κοινωνία μας τα όρια ανάμεσα στη νομιμότητα και στην παραβατική συμπεριφορά παραμένουν εξαιρετικά ασαφή. Πράγμα που εξ ορισμού αναιρεί κάθε απόπειρα για μια πειστική αστυνομική υπόθεση, η οποία, χωρίς τη σαφή διάκριση καλού και κακού, είναι φύσει αδύνατον να υπάρξει.










ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Β΄ΛΥΚΕΙΟΥ(2018)




ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ:Σ.ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ «Η ζωή εν τάφω»,Τα καράβια (απόσπασμα)

Στην πόρτα σου άκουσα σιγανά αναφυλλητά. Ήσουνα συ που έκλαιγες ολομόναχη μέσα στο σκοτάδι, έκλαιγες σιωπηλά όλη νύχτα. Μπήκα μέσα και δε μιλήσαμε. Έκλαιγες ήσυχα κ’ εγώ έκαμα πως ξεκουμπώνω το γελιό , πολύ απασχολημένος τάχα μ’ αυτή τη δουλειά. Γιατί μονάχα να σ’ ανερωτούσα τι κλαις, θα μ’ έπνιγε το κλάμα. Αυτό θάτανε κάπως αστείο για έναν επαναστάτη φορτωμένον μ’ όλη την πανοπλία του και με διακόσια φυσίγγια στις μπαλάσκες. (Στοχάσου μια τέτοιαν ώρα πώς μπόρεσα και ξαναθυμήθηκα τον αποχαιρετισμό του Έχτορα !..) Έκλαιγε κ’ ένα κοριτσάκι κοντά σου πάνω σε μια κόκκινη πολυθρόνα, σιγά – σιγά κι αυτό. Φορούσε βελουδένια βυσσινιά ρόμπα και τόνα ποδαράκι του ήταν ξακάλτσωτο. Εγώ στο τέλος βάλθηκα να βλέπω τάχα με μεγάλη προσοχή αυτό το γυμνό ποδαράκι. Παρακολούθησες τη ματιά μου και τράβηξες ένα πανεράκι πλεγμένο από φύλλα καλαμποκιάς. Απ’ εκεί έβγαλες άλλο ένα καλτσάκι και πολεμούσες να το περάσεις στο πόδι του παιδιού. - Μα αυτή η κάλτσα είναι άλλο χρώμα, είπα, και χαμογελούσα ηρωικά. Η φωνή μου έτρεμε. Εσύ τότες ξαφνικά άφησες το καλτσάκι μισοκρεμασμένο στο πόδι του παιδιού, μ’ αγκάλιασες σφιχτά κι άρχισες να κλαις ασυγκράτητα. Εγώ δεν έκλαψα. Μονάχα ένας κόμπος ανέβαινε ως το λαρύγγι μου και τον κατάπινα με πείσμα. Κρέμασα το ντουφέκι στον ώμο κ’ έφυγα σκυφτός. Ήμουνα βαρύς από θλίψη, ξιπασμένος από τη δύναμη της ανδρειάς μου. Σαν μπαίναμε στα βαπόρια που σφύριζαν έτσι παράφωνα, ο θεός άρχισε να βρέχει. Ήμασταν σωριασμένοι μέσα στη βάρκα που κουνιόταν δυνατά. Κάμποσοι τραγουδούσανε σατιρικά τραγούδια του νησιού. Άλλοι ρίχναν αποχαιρετιστήριες ντουφεκιές στον αέρα, κάναν τους υπαξιωματικούς να βλαστημούν και να φυσάνε τις σφυρίχτρες τους έξω φρενών. […]
(Εκδόσεις Εστία 2010, πρώτη έκδοση 1924)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α.1. Στην πόρτα σου άκουσα σιγανά αναφυλλητά…ξιπασμένος από τη δύναμη της ανδρειάς μου.: Να περιγράψετε το χώρο και να αναφέρετε τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται στην παραπάνω σκηνή. (15 μονάδες)

α.2. Γιατί πιστεύετε ότι ο αφηγητής ανακαλεί στη μνήμη του τον ήρωα της Τροίας Έκτορα; Ποιες ομοιότητες υπάρχουν ανάμεσα στα δυο πρόσωπα; (10 μονάδες)

β.1. Με το έργο του Η Ζωή εν Τάφω, ο Μυριβήλης εγκαινίασε τη σύγχρονη ελληνική αντιπολεμική λογοτεχνία. Να τεκμηριώσετε την άποψη με αναφορές στο κείμενο. (15 μονάδες)

β.2. Να βρείτε στο κείμενο δυο (2) εικόνες που περιγράφουν την αναχώρηση των στρατιωτών. (10 μονάδες)

  • γυλιός: μακρύς και στενός στρατιωτικός σάκκος
  •  Ο συγγραφέας αναφέρεται στη σκηνή του αποχαιρετισμού του Έκτορα, γιου του βασιλιά της Τροίας Πριάμου, προς τη γυναίκα του Ανδρομάχη και το μικρό τους γιο Αστυάνακτα, όπως αυτή παρουσιάζεται στην ομηρική Ιλιάδα (Ζ 390-502). Ο Έκτορας, παρ’ όλες τις εκκλήσεις της Ανδρομάχης, θα ξαναπάει στη μάχη, όπου θα σκοτωθεί από τον Αχιλλέα.

ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ:Σ. ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ «Η ζωή εν τάφω»,Η μυστική παπαρούνα
(απόσπασμα)

Το πόδι απόψε το νιώθω πολύ καλύτερα.
Μου 'ρχεται να σηκωθώ σιγά σιγά, να προχωρέσω μέσα στο σιωπηλό χαράκωμα. Είναι πολύ παράξενο το χαράκωμα με τόσο φως. Φέγγει σαν μέρα και όμως δεν έχει φόβο. Το φεγγαρόφωτο από μακριά, σα δεν αντιλαμπίζει σε γυαλιστερό μέταλλο, δεν ξεσκεπάζει τίποτε. Μπορώ το λοιπόν να περπατώ λεύτερα κάτω από τον αχνό πέπλο του που προστατεύει σαν ασημί σκοτάδι.
Για μια στιγμή πάλι μου περνά η ιδέα πως ετούτη η μοναξιά είναι αληθινή. Πως τάχα σηκώθηκαν όλοι και φύγανε και μ' αφήσαν μονάχον, ολομόναχον εδώ πάνω. Τότες μια κρυάδα περνά, λεπίδι, την καρδιά μου. Θα προτιμούσα να ξέρω πως ζούνε γύρω μου κρυμμένοι άνθρωποι, κι ας ήτανε μόνο οχτροί.
Προχώρεσα ως την άκρη του χαρακώματος του λόχου μας. Ως την έβγαση των συρματοπλεγμάτων. Εκεί είναι μια μυστική πόρτα που σφαλνά μ' ένα αδράχτι οπλισμένο με αγκαθωτά τέλια. Επειδή το μέρος είναι ένα νταμάρι όλο πέτρα και δε σκάβεται, σήκωσαν ένα προκάλυμμα με γεώσακους. Έτσι λένε κάτι σακιά μεγάλα με χώμα που μ' αυτά οχυρώνουν τα πετρώδικα χαρακώματα. Τα τσουβάλια αυτά κείτουντ' εδώ χρόνον-καιρό έτσι. Θα φάγαν υγρασίες, βροχάδες, χιόνια και ήλιους. Ήρθαν και σάπισαν από τα νερά, ο ήλιος τα τσουρούφλισε και τα 'καψε. Τραβώ το δάχτυλό μου πάνω τους. Λιώνει η λινάτσα. Σαν τα ξεθαμμένα ρούχα των πεθαμένων που ξεφτάνε, σταχτωμένα, με το πρώτο άγγιγμα. Είναι τσουβαλάκια φουσκωμένα-κάργα, όπως τα πρωτογέμισαν. Άλλα πάλι κρεμάζουν σαχλά, μισοαδειανά. Κάτου από το δυνατό φεγγάρι μοιάζουν με ψοφίμια σκυλιών, άλλα πρησμένα κι άλλα ξαντεριασμένα, σωριασμένα τόνα πάνου στ' άλλο.
Από δω το θέαμα θα 'ναι πιο όμορφο. Τώρα το κρυμμένο ποτάμι ακούγεται καλύτερα όπως φωνάζει μακριά, μες από τη βαθιά κοίτη του. Θέλω να βγάλω το κεφάλι ψηλά από το προπέτασμα, να ιδώ πέρα. Αν μπορούσα μάλιστα θα καβαλίκευα το χαράκωμα. Ακουμπώ το μπαστούνι στο τοίχωμα, σηκώνουμαι στη μύτη της αρβύλας του γερού μου ποδιού και γαντζώνω τα δάχτυλα στους γεώσακους που 'ναι πάνω πάνω. Ένας απ' αυτούς λιώνει με μιας κι αδειάζει τον άμμο του πάνω μου. Λοιπόν τότες έγινε μιαν αποκάλυψη! Μόλις ξεφούσκωσε αυτό το σακί, χαμήλωσε η καμπούρα του και ξεσκέπασε στα μάτια μου μια μικρήν ευτυχία. Αχ, μου 'καμε τόσο καλό στην ψυχή, λίγο ακόμα και θα πατούσα μια τσιριξιά χαράς.
Ήταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. Ένα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που 'ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ' άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα.
Αν μπορούσε να τη χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θα 'βλεπε πως ήταν άλικη, μ' ένα μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα μαβιές βλεφαρίδες στη μέση. Είναι καλοθρεμμένο λουλούδι, γεμάτο χαρά, χρώματα και γεροσύνη. Το τσουνί* του είναι ντούρο και χνουδάτο. Έχει κι έναν κόμπο που δεν άνοιξε ακόμα. Κάθεται κλεισμένος σφιχτά μέσα στην πράσινη φασκιά του και περιμένει την ώρα του. Μα δεν θ' αργήσει ν' ανοίξει κι αυτός. Και θα 'ναι δυο λουλούδια τότες! Δυο λουλούδια μέσα στο περιβόλι του Θανάτου. Αιστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικά ως τα κατάβαθα της ψυχής.
Ακουμπώ πάνω στο προπέτασμα σαν να κουράστηκα ξαφνικά πολύ.
Από μέσα μου αναβρύζουν δάκρυα απολυτρωτικά. Στέκουμαι έτσι πολλήν ώρα, με το κεφάλι όλο χώματα, ακουμπισμένο στα σαπισμένα σακιά. Με δυο δάχτυλα λαφριά, προσεχτικά, αγγίζω την παπαρούνα. Ξαφνικά με γεμίζει μια έγνοια, μια ζωηρή ανησυχία πως κάτι μπορεί να πάθει τούτο το λουλούδι, που μ' αυτό μου αποκαλύφθηκε απόψε ο Θεός. Παίρνω τότες στη ράχη ένα γερό τσουβάλι (δαγκάνω τα χείλια από την ξαφνική σουβλιά του ποδιού), και τ' ακουμπώ με προφύλαξη μπροστά στο λουλούδι. Έτσι λέω θα 'ναι πάλι κρυμμένο για όλους τους άλλους. Χαμογελώ πονηρά. Κατόπι σηκώνουμαι ξανά στα νύχια κι απλώνω το μπράτσο έξω. Ναι. Το άγγισα λοιπόν πάλι! Τρεμουλιάζω από ευτυχία. Νιώθω τα τρυφερά πέταλα στις ρώγες των δαχτύλων. Είναι μια ανεπάντεχη χαρά της αφής. Μέσα στο χέρι μου μυρμιδίζει μια γλυκιά ανατριχίλα. Ανεβαίνει ως τη ράχη. Είναι σαν να πεταλουδίζουν πάνω στην επιδερμίδα τα ματόκλαδα μιας αγαπημένης γυναίκας. Φίλησα τις ρώγες των δαχτύλων μου. Είπα σιγά σιγά:
— Καληνύχτα... καληνύχτα και να 'σαι βλογημένη.
Γύρισα γρήγορα στ' αμπρί. Ας μπορούσα να κάμω μια μεγάλη φωταψία... Να κρεμάσω παντού σημαίες και στεφάνια! Άναψα στο λυχνάρι τέσσερα φιτίλια και τώρα πασχίζω να τη χωρέσω εδώ μέσα, μέσα σε μια τόσο μικρή γούβα, μια τόσο μεγάλη χαρά. Η ψυχή μου χορεύει σαν μεγάλη πεταλούδα. Χαμογελώ ξαπλωμένος ανάσκελα. Κάτι τραγουδάει μέσα μου. Τ' αφουκράζουμαι. Είναι ένα παιδιάστικο τραγούδι:
Φεγγαράκι μου λαμπρό...

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
γ.1.Να επισημάνετε και να περιγράψετε μια λυρική και μια ρεαλιστική εικόνα.(20 μονάδες)

γ.2.«Το πόδι απόψε ... μόνο οχτροί»:στο απόσπασμα αυτό να βρείτε δύο διαφορετικά σχήματα λόγου.(5 μονάδες)

δ.1.Πώς εξηγείται το παιδικό τραγούδι για το φεγγαράκι που έρχεται στο μυαλό του ήρωα στο τέλος του αποσπάσματος;(15 μονάδες)

δ.2.Βάλτε σε κύκλο την απάντηση που θεωρείτε σωστή.

Α.Από ποια οπτική γωνία παρουσιάζονται τα γεγονότα;

α.Ο συγγραφέας παρουσιάζει πολεμικές εμπειρίες άλλων,αποστασιοποιημένος.
β.Ο συγγραφέας ταυτίζεται με τον ήρωα.
γ.Ο συγγραφέας παρουσιάζει τις εμπειρίες του μέσω ενός «πλαστού προσώπου».
δ.Ο λοχίας Αντώνης  Κωστούλας παρουσιαζει τις εμπειρίες του συγγραφέα.

Β.Να αιτιολογήσετε την επιλογή σας.(2+8 μονάδες)