Παρασκευή 15 Ιουνίου 2018

ΑΠΟ ΤΟΝ Γ.ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ




 Όχι και «βιώσιμο χρέος» !
«Βιώσιμος» = «αυτός που έχει τη δυνατότητα ή μεγάλες πιθανότητες να επιζήσει, να επιβιώσει»
Παλεύουμε ως χώρα και δοκιμαζόμαστε και εκλιπαρούμε τους δανειστές να δείξουν κατανόηση ώστε να γίνει το χρέος μας βιώσιμο; Μα βιώσιμος σημαίνει (ο ορισμός που δίνω στο λεξικό μου) «αυτός που έχει τη δυνατότητα ή μεγάλες πιθανότητες να επιζήσει, να επιβιώσει». Με αυτή την έννοια ζητάμε λ.χ. «να βρεθεί μια δίκαιη και βιώσιμη λύση για το Kυπριακό». Μ’ αυτό το πνεύμα μιλάμε και για «βιώσιμες επιχειρήσεις» ή για «βιώσιμη κυβέρνηση». Αυτό, λοιπόν, ζητούμε γλωσσικά και για το χρέος μας; Να επιβιώσει (μη τυχόν και μάς λείψει) και να μακροημερεύσει (βοήθειά μας…); Προφανώς, εννοιολογικά, σημασιολογικά και πραγματολογικά μιλάμε για άλλο αίτημα : να γίνει το χρέος μας διαχειρίσιμο, να μπορούμε να το διαχειριστούμε σύμφωνα με τις δυνατότητες που έχουμε και, κυρίως, να μειωθεί και να πάψει να είναι εθνικός βραχνάς. Δεν θέλουμε επ’ ουδενί να είναι βιώσιμο· θέλουμε να είναι εξυπηρετήσιμο, να μπορούμε να ανταποκριθούμε κατά το δυνατόν στις υποχρεώσεις που επιβάλλει και, τελικά, προσδοκούμε και επιδιώκουμε με τις απαραίτητες ρυθμίσεις να γίνει αντιμετωπίσιμο. Όχι βιώσιμο, προς Θεού! Κι αν αυτό πρέπει να πάψει να εξαρτάται από την τρόικα, ας το επιχειρήσουμε κι αυτό όσο δύσκολο κι αν είναι, αφού προηγουμένως –παρεμπιπτόντως– λύσουμε στην επικοινωνία μας το εύκολο θέμα τής κλίσης και τής χρήσης αυτής τής λέξης.



 Όχι και «ένοικος τάφου» !
Επειδή λέγεται, γράφεται και ακούγεται κατά κόρον ο χαρακτηρισμός «ένοικος τού τάφου» στην Αμφίπολη και πιθανολογείται σωρεία «ενοίκων» τού έξοχου ταφικού αυτού μνημείου, ας σημειώσουμε –για να μη εντείνουμε το θρίλερ και από γλωσσικής πλευράς– ότι προκειμένου για τάφους δεν μιλούμε για «ένοικο τού τάφου»! Πάσης μορφής τάφος δεν «ενοικείται» από κάποιον. Ενοίκους έχει –ευτυχώς– μόνο ένα δωμάτιο, ένα σπίτι, μια πολυκατοικία, ένα ξενοδοχείο κ.λπ., δηλ. ζωντανούς που διαμένουν και ζουν μέσα. Με τους τάφους είναι, δυστυχώς, διαφορετικά τα πράγματα. Ο τάφος έχει νεκρό ή νεκρούς, έστω και μεγαλόσχημους («πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα…»), αλλά όχι ενοίκους. Ένας τάφος επίσης μπορεί να ανήκει σε κάποιον, όχι ως μακάβρια ιδιοκτησία, αλλά ως αναφορά στο όνομα τού ταφέντος, ως αναφορά σε κάποιον νεκρό, θαμμένο εκεί.
Επειδή (κατά τη γνωστή ρήση), όλοι θέλουμε να πάμε στον παράδεισο, αλλά κανείς δεν βιάζεται, ας αποφεύγουμε την αναφορά σε «ενοίκους τάφου», έστω και τής Αμφιπόλεως… Θεός φυλάξοι!




 κανείς δεν – ουδείς δεν
Ο προσεκτικός χρήστης τής ελληνικής γλώσσας πρέπει να αποφύγει διατυπώσεις όπως «Ουδείς δεν ανέφερε ότι το ύψος τού δανείου ῆταν πολύ μεγαλύτερο». Αντ’ αυτού θα πρέπει να πει είτε «Ουδείς ανέφερε ότι ...» είτε «Κανείς δεν ανέφερε ότι...». Αυτό συμβαίνει γιατί στο ουδείς (ουδεμία, ουδέν) ενυπάρχει άρνηση που δεν επιτρέπει και δεύτερη άρνηση. Έτσι δεν είναι σωστό να πούμε «Δεν επιτρέπεται ουδεμία αντίρρηση επί τού θέματος», αλλά «Ουδεμία αντίρρηση επιτρέπεται επί τού θέματος». Ούτε είναι σωστό να πούμε «Ουδέν μέτρο δεν μπορεί να λύσει από μόνο του το πρόβλημα τής ανεργίας», αλλά «Ουδέν μέτρο μπορεί να λύσει από μόνο του το πρόβλημα τής ανεργίας».
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις μπορεί ο ομιλητής να χρησιμοποιήσει την αντωνυμία κανείς (καμία, κανένα), η οποία συνοδεύεται από άρνηση. Έτσι, μπορούμε να πούμε «Καμία αντίρρηση δεν επιτρέπεται επί τού θέματος», καθώς και «Κανένα μέτρο δεν μπορεί να λύσει άπό μόνο του το πρόβλημα τής ανεργίας». 
Σημειώνεται ότι οι δύο εκφορές στην ορθή τους χρήση διαφέρουν κατά το ότι η άρνηση με το «ουδείς» δηλώνει έντονηεμφατική άρνηση, ενώ η άρνηση «κανείς δεν» είναι κανονικά απλή άρνηση, χωρίς εμφατική χροιά, μολονότι ανάγεται ετυμολογικά στη φράση κἄν εἷς «ακόμη και ένας, ούτε καν ένας» που και έμφαση θα μπορούσε να δηλώνει και άρνηση δεν θα δικαιολογούσε. Τελικά, το κανείς εξελίχθηκε σε αόριστη αντωνυμία (νομίζει κανείςθα έλεγε κανείς) που ισοδυναμεί με την αντωνυμία «τις» τής αρχαίας και χρησιμοποιείται συχνά σε ερωτήσεις (με ζήτησε κανείς ; ) και, βεβαίως, σε αρνήσεις (δεν σε ζήτησε κανείς).


 γενόσημα : ένας ατυχής - ακατάληπτος γλωσσικός όρος
Κοντά στα πρωτότυπα (ή ακριβέστερα πρωτοτυπικά) φάρμακα (χαρακτηρισμός που ισχύει για ορισμένο χρονικό διάστημα), τα φάρμακα που φέρουν ορισμένη εμπορική επωνυμία, κοντά δηλ. στα επώνυμα φάρμακα (“branded drugs”), υπάρχουν και τα generic drugs, που έχουν την ίδια δραστική ουσία, αλλά όχι και την ίδια εμπορική επωνυμία, αφού παράγονται από άλλες φαρμακευτικές εταιρείες.
Αυτά τα ταυτόσημα (identical) ως προς τη δραστική θεραπευτική ουσία φάρμακα που ανήκουν στην ίδια γενική κατηγορία, στην ίδια έννοια γένους (generic) ονομάστηκαν (από κάποιους) γενό-σημα, ως σημαίνοντα γένος και όχι (εμπορικό) είδος φαρμάκου. Ωστόσο, μια ονομασία δεν κρίνεται από το σκεπτικό που οδήγησε στο πλάσιμό της, αλλά από τη δηλωτική ικανότητά της, από τη δηλωτικότητα και τη διαφάνεια που έχει γλωσσικά ώστε να γίνεται αντιληπτή από τους απλούς χρήστες. Αυτό δεν ισχύει με τον όρο γενόσημα. Ο όρος αυτός είναι κρυπτικός, παρασυνδέεται με γένεση ή και γέννηση πραγμάτων και καταλήγει στο να είναι σκοτεινός, ακατάληπτος και παροδηγητικός. Να διερωτώνται και να ρωτούν όλοι τι σημαίνει...
Τα εν λόγω φάρμακα –σύμφωνα με την αντίθεσή τους προς τα πρωτότυπα ή πρωτοτυπικά και βάσει τής ίδιας δραστικής ουσίαςπου περιέχουν– είναι προτιμότερο να ονομαστούν:
ομοιοδραστικά (αφού έχουν την ίδια δραστική ουσία).
Θα μπορούσαν επίσης να ονομαστούν παράγωγα (ενν. των πρωτοτύπων) ή ακόμη και αντιτυπικά (κατ’ αντίθεση προς τα πρωτοτυπικά).
Οτιδήποτε εκτός από το ακατάληπτο και παροδηγητικό γενόσημα!